Ένα άτομο θεωρείται ότι ανήκει στα άτομα με νοητική υστέρηση σύμφωνα με τα παρακάτω κριτήρια:
- Επίπεδο νοητική λειτουργίας (IQ) μικρότερο από 70-75.
- Ύπαρξη σημαντικών περιορισμών σε δύο ή περισσότερες περιοχές προσαρμόσιμων ικανοτήτων.
Με τον όρο, περιοχή προσαρμόσιμων ικανοτήτων, εννοούμε τις βασικές εκείνες ικανότητες που είναι απαραίτητες για την διαβίωση, εργασία και συμμετοχή στο κοινωνικό σύνολο. Σε αυτές περιλαμβάνονται:
- ικανότητες επικοινωνίας,
- αυτοεξυπηρέτησης,
- αυτόνομης διαβίωσης,
- κοινωνικών ικανοτήτων,
- αίσθηση άνεσης, υγείας και ασφάλειας,
- προσανατολισμού,
- βασικών γνώσεων (ανάγνωση, γραφή, βασικά μαθηματικά),
- συμμετοχής στο κοινωνικό σύνολο και
- εργασίας.
Οι προσαρμόσιμες ικανότητες αξιολογούνται στα πλαίσια του τυπικού περιβάλλοντος του ατόμου και σύμφωνα με διάφορες όψεις της ατομικής του ζωής.
Η επίδραση που έχει η νοητική υστέρηση στα διάφορα άτομα διαφέρει κατά περίπτωση, όπως διαφέρει και το επίπεδο των ικανοτήτων σε σημαντικό βαθμό ανάμεσα σε άτομα που δεν πάσχουν από κάποια μορφή νοητικής υστέρησης.
Όταν βρίσκονται ακόμα στην βρεφική ηλικία πολλές φορές η κατάστασή τους δεν γίνεται αντιληπτή παρά μόνο με την ένταξή τους στο σχολείο.
Από την άλλη μεριά ως ενήλικες, λίγοι καταφέρνουν να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο με επιτυχία και να ζήσουν μία κανονική ζωή.
Το μεγαλύτερο ποσοστό συνήθως είναι άτομα με σοβαρούς περιορισμούς στην λειτουργία τους.
Ωστόσο, με έγκαιρη διάγνωση, με παροχή ειδικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και με την παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών ως ενήλικες, τα άτομα αυτά μπορούν να ενταχθούν ικανοποιητικά στο κοινωνικό σύνολο.
Επειδή η νοητική υστέρηση είναι ανεξάρτητη φυλής, εθνικότητας, εκπαιδευτικού, κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος, πρέπει να μας απασχολεί όλους μας ως κοινωνία και να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε τις απαραίτητες εκείνες προϋποθέσεις, ώστε τα άτομα αυτά να εντάσσονται κατά το δυνατό ομαλότερα και με μεγαλύτερη επιτυχία στο κοινωνικό σύνολο και να μην νιώθουν αποκλεισμένοι, αλλά σημαντικοί και χρήσιμοι.